- ύπαρξη
- η / ὕπαρξις, -άρξεως, ΝΜΑ [ὑπάρχω]η κατάσταση τού υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα («ὕπαρξις ἢ ἀνυπαρξία», Σέξτ. Εμπ.)νεοελλ.1. η ανθρώπινη ζωή2. ο ίδιος ο άνθρωπος («είναι μια δυστυχισμένη ύπαρξη»)3. (φιλοσ.) α) το Είναι καθ' εαυτό, το γεγονός ότι υπάρχουμε, ανεξάρτητα από τη γνώση, τωρινή ή δυνατήβ) το υπάρχειν μέσω τής εμπειρίας, το συνειδητοποιημένο γεγονός ότι υπάρχουμε, είτε αυτό είναι παρόν στην αντίληψη ή στη συνείδηση τού Εγώ είτε γίνεται αντιληπτό ως αντικείμενο μιας αναγκαίας εμπειρίαςγ) η πραγματικότητα που βιώνουμε ή που βιώσαμε, σε αντιδιαστολή με τις αφαιρέσεις και τις θεωρίεςμσν.-αρχ.1. σύσταση, ουσία («ἡ τοῡ κέρατος ὕπαρξις», Σέξτ. Εμπ.)2. περιουσία («τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον», ΚΔ)αρχ.1. μαθημ. θετικός αριθμός2. φρ. «τὰ τῆς ὑπάρξεως ῥήματα» — τα υπαρκτικά ρήματα (Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.